- βακτρευμα
- βάκτρευμα-ατος τό Eur. = βακτηρία См. βακτηρια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βάκτρευμα — βάκτρευμα, το (Α) [βακτρεύω] στήριγμα σε βακτηρία … Dictionary of Greek
βακτρεύμασι — βάκτρευμα a staff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βακτρεύμασιν — βάκτρευμα a staff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)